Ως και τις αρχές της δεκαετίας του 1980 οι ψυχιατρικές διαταραχές θεωρούνταν σχετικά σπάνια νοσήματα που αφορούσαν ειδικές ομάδες του πληθυσμού με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Η εικόνα ωστόσο αυτή άλλαξε με τη συμβολή σημαντικών επιστημονικών μελετών της περιόδου που ακολούθησε. Μεγάλες επιδημιολογικές έρευνες που έγιναν στην Αμερική και στην Ευρώπη διαπίστωσαν μια τεράστια «κρυμμένη» ψυχιατρική νοσηρότητα στον γενικό πληθυσμό, με την κατάθλιψη και τις αγχώδεις διαταραχές να προσεγγίζουν το 10% σε συχνότητα.
Οι περισσότερες από αυτές τις ασθένειες ήταν άγνωστες στους κλινικούς, αφού η πλειονότητα των ατόμων που έπασχαν δεν είχαν κάνει επαφή με κάποια υπηρεσία υγείας, είτε διότι δεν αναγνώριζαν τα συμπτώματα είτε λόγω του φόβου του στίγματος που περιβάλλει ακόμη και σήμερα πολλές από τις ασθένειες αυτές. Μια δεύτερη επιστημονική εξέλιξη ήταν η δημοσίευση της μεγάλης μελέτης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και άλλα ιδρύματα σε όλον τον κόσμο με τον εύγλωττο τίτλο «Παγκόσμιο φορτίο νοσηρότητας». Τα αποτελέσματα εξέπληξαν ακόμη και τους ερευνητές: μαζί με τα γνωστά χρόνια νοσήματα, όπως το AIDS, ο καρκίνος, τα καρδιαγγειακά νοσήματα, τα χρόνια αναπνευστικά νοσήματα ή ο διαβήτης, στις πρώτες πλέον θέσεις της κατάταξης εμφανίστηκαν η κατάθλιψη, οι αγχώδεις διαταραχές, η σχιζοφρένεια, η διπολική διαταραχή, οι διαταραχές από χρήση αλκοόλ, οι άνοιες και οι αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές. Μόνο η κατάθλιψη θεωρείται ότι θα είναι ως το 2030 η σημαντικότερη αιτία ανικανότητας στις αναπτυγμένες χώρες και η δεύτερη σημαντικότερη αιτία ανικανότητας (μετά το AIDS) σε όλον τον πλανήτη!
Οι ψυχιατρικές λοιπόν διαταραχές είναι συχνές και συχνά επιβαρύνουν τον πάσχοντα και την οικογένειά του δυσανάλογα. Υπάρχουν όμως και κάποιες άλλες πτυχές που τις κάνουν σημαντικά προβλήματα δημόσιας υγείας:
Πρώτον, οι περισσότερες ψυχικές διαταραχές εκδηλώνονται νωρίς στη ζωή του ανθρώπου δείχνοντας τα πρώτα σημάδια ήδη από την εφηβεία. Ως την ηλικία των 24 ετών σχεδόν το 75% των ασθενειών αυτών έχει εκδηλωθεί. Σε αντίθεση λοιπόν με όλα τα άλλα σημαντικά νοσήματα που εκδηλώνονται αργότερα στη ζωή, οι ψυχιατρικές διαταραχές πλήττουν τον άνθρωπο σε μια καίρια φάση της ζωής του, τότε που θέτει τα θεμέλια της αυτόνομης ύπαρξής του, της κοινωνικοποίησής του και της ακαδημαϊκής και επαγγελματικής εξέλιξής του. Αυτό δημιουργεί την ανάγκη της πρόωρης και έγκαιρης παρέμβασης ώστε να μειωθούν οι πιθανότητες της χρονιότητας και να προβλεφθούν οι ψυχοκοινωνικές επιπλοκές.
Δεύτερον, οι ψυχιατρικές διαταραχές αφορούν όλους και όχι κάποια ιδιαίτερη ομάδα του πληθυσμού. Δεν υπάρχει «ανοσία» σε αυτές διότι κανείς δεν ελέγχει το εξωτερικό περιβάλλον του και άρα δεν γνωρίζει ποιους ακριβώς στρεσογόνους παράγοντες θα κληθεί να αντιμετωπίσει στη ζωή του (απώλειες αγαπημένων προσώπων, ασθένειες, ατυχήματα, στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, κακοποίηση, οικονομικές δυσκολίες, ανεργία, φυσικές καταστροφές, πολέμους).
Από την άλλη, συνήθως αγνοούμε την ευαλωτότητα του εσωτερικού μας περιβάλλοντος. Αυτή αποτελεί σύνθεση του γενετικού υλικού που κληρονομούμε, της ιδιαίτερης βιολογικής μας κατασκευής, με προεξάρχουσα αυτή του εγκεφάλου μας, αλλά και των αντιλήψεων που διατηρούμε για τον εαυτό μας, τη ζωή και τους άλλους (αυτό που συνήθως ονομάζουμε προσωπικότητα). Οι περισσότερες ψυχιατρικές διαταραχές εκδηλώνονται όταν οι εξωτερικοί στρεσογόνοι παράγοντες δεν μπορούν πλέον να αντισταθμιστούν από την εγγενή δυνατότητά μας να τους αντιμετωπίζουμε. Ο κάθε άνθρωπος είναι φυσικό να «αντέχει» διαφορετικό επίπεδο στρες, ανάλογα με την προσωπική του ευαλωτότητα και τις εμπειρίες του.
Το ερώτημα που εύλογα θα θέσει κανείς είναι το εξής: Έχουμε κάνει βήματα για την επιτυχή θεραπευτική αντιμετώπιση ή απλώς διαπιστώνουμε το πρόβλημα χωρίς να μπορούμε να βοηθήσουμε; Η απάντηση είναι ανεπιφύλακτα «Ναι». Αν και ο εγκέφαλος είναι το πιο πολύπλοκο όργανο του ανθρώπου, η μεγάλη εξέλιξη των νευροεπιστημών έχει οδηγήσει στον σχεδιασμό φαρμακευτικών θεραπειών για τις σημαντικότερες ψυχιατρικές διαταραχές, την αποτελεσματικότητα των οποίων παλαιότερα θα ονειρευόμασταν. Η αποτελεσματικότητα των θεραπειών είναι συγκρίσιμη με αυτήν άλλων ιατρικών ειδικοτήτων. Παράλληλα η εξέλιξη των υπολοίπων κλάδων που σχετίζονται με την ψυχική υγεία έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη σύγχρονων και αποτελεσματικών ψυχοκοινωνικών παρεμβάσεων (όπως η γνωστική – συμπεριφορική ψυχοθεραπεία). Σήμερα πιστεύουμε ότι ένας συνδυασμός φαρμακευτικών μέσων και ψυχοκοινωνικών παρεμβάσεων μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την πλειονότητα των σοβαρών ψυχιατρικών διαταραχών.
Για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε επιτυχώς τις ψυχιατρικές ασθένειες θα χρειαστούν φυσικά αλλαγές. Πρώτα μέσα μας ώστε να αντιμετωπίσουμε το στίγμα και τις προσωπικές προκαταλήψεις και να ζητήσουμε βοήθεια όταν τη χρειαστούμε. Στη συνέχεια στο υγειονομικό μας σύστημα, το οποίο θα πρέπει να κατανείμει τους πόρους για την πρόληψη, διάγνωση και αντιμετώπιση των ασθενειών ανάλογα με τη συχνότητα και τη βαρύτητά τους. Οι ασθενείς με ψυχιατρικές διαταραχές δεν θα πρέπει να είναι πάντα οι χαμένοι σε αυτή την κατανομή. Σήμερα μάλιστα που το υγειονομικό μας σύστημα βρίσκεται σε κρίση και πλήττεται από την οικονομική δυσπραγία της χώρας, η ανάγκη αυτή γίνεται ακόμη πιο επιτακτική. Το σύνθημα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ότι «δεν νοείται υγεία χωρίς την ψυχική υγεία» μάς δείχνει τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε για τη βελτίωση του επιπέδου υγείας των πολιτών της χώρας μας.
Σημείωση: Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Βήμα 12/12/2015