stress.gr|αρθρο
Επιστημονικές εξελίξεις 2
Υπεύθυνος Στήλης: Στέφανος Μπέλλος
Παιδιά με άσθμα και κατάθλιψη
Τα παιδιά με άσθμα έχουν περισσότερες πιθανότητες να πάσχουν από κατάθλιψη και να καπνίζουν περισσότερο σε σχέση με τους συνομηλίκους τους. Μελετήθηκαν περίπου 10 χιλιάδες μαθητές Γυμνασίου από 40 πολιτείες των Ηνωμένων Πολιτειών. Από αυτούς το 5% περίπου έπασχε από άσθμα. Βρέθηκε ότι τα παιδιά που έπασχαν από άσθμα, σε μεγαλύτερο ποσοστό δήλωσαν ότι έχουν κάνει χρήση κάνναβης, έχουν καπνίσει τσιγάρο, έχουν πιει υπερβολικά αλκοόλ ή έχουν κάνει χρήση κοκαΐνης κατά τη διάρκεια των τελευταίων 30 ημερών. Επίσης τα παιδιά που έπασχαν από άσθμα είχαν σε μεγαλύτερο ποσοστό συμπτώματα κατάθλιψης. Τα δεδομένα αυτά είναι ιδιαίτερα σημαντικά αν αναλογιστεί κανείς τη σημασία που έχει για την πρόληψη των κρίσεων άσθματος η αποφυγή του καπνού και της χρήσης ναρκωτικών αλλά και η επιβάρυνση στην ποιότητα ζωής που μπορεί να έχει η κατάθλιψη σε ένα παιδί ήδη πάσχει από άσθμα.
Παρόμοια μελέτη βρήκε υψηλή συσχέτιση μεταξύ του άσθματος, της κατάθλιψης και της μετατραυματικής αγχώδους διαταραχής. Η σχέση αυτή είναι ανεξάρτητη από γενετικούς και άλλους περιβαλλοντικούς παράγοντες που θα μπορούσαν να την επηρεάσουν. Οι δύο αυτές μελέτες δείχνουν την αυξημένη ψυχολογική επιβάρυνση που μπορεί να έχουν τα άτομα με άσθμα και τονίζουν την ανάγκη εντατικής φροντίδας ψυχικής υγείας των ατόμων αυτών.
American Journal of Respiratory and Critical Care Medicine, Νοέμβριος 2007 & Annalls Allergy Asthma Immunology Οκτώβριος 2007
Αντιψυχωσικά φάρμακα στην θεραπεία της κατάθλιψης
Η προσθήκη αντιψυχωσικού φαρμάκου σε ασθενείς με κατάθλιψη που δεν ανταποκρίθηκαν στην αρχική φαρμακοθεραπεία μειώνει τα συμπτώματα, αυξάνοντας έτσι την αποτελεσματικότητα της αντικαταθλιπτικής θεραπείας.Τα αντιψυχωσικά φάρμακα χρησιμοποιούνται κυρίως στην θεραπεία παθήσεων όπως η σχιζοφρένεια, η διπολική νόσος και σε περιπτώσεις ασθενών που εμφάνισαν ψυχωσικά συμπτώματα. Στη μελέτη συμμετείχαν ασθενείς που ελάμβαναν για τουλάχιστον τέσσερις εβδομάδες αντικαταθλιπτική αγωγή χωρίς τα επιθυμητά αποτελέσματα. Στη συνέχεια χωρίστηκαν σε δύο ομάδες τυχαία και στη μία από αυτές χορηγήθηκε χαμηλή δόση αντιψυχωσικού φαρμάκου. Μετά από έξι εβδομάδες η ομάδα που έλαβε το αντιψυχωσικό φάρμακο είχε διπλάσια ποσοστά ασθενών που βελτίωσαν τα συμπτώματα τους ή θεραπεύτηκαν από την κατάθλιψη, σε σχέση με την ομάδα των ασθενών που συνέχισε την θεραπεία χωρίς να λάβει αντιψυχωσικό φάρμακο. Η αϋπνία και η ξηροστομία ήταν οι πιο συχνές παρενέργειες μεταξύ των ασθενών που έλαβαν το αντιψυχωσικό φάρμακο. Κλείνοντας, οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι παρά τη μεγάλη αποτελεσματικότητα που έδειξαν τα αντιψυχωσικά φάρμακα στη θεραπεία της κατάθλιψης εντούτοις ένα σημαντικό ποσοστό περίπου 50% παραμένει χωρίς καμία βελτίωση των συμπτωμάτων παρά την προσθήκη αντιψυχωσικού. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει την αναγκαιότητα να ενταθούν οι προσπάθειες για εύρεση αποτελεσματικών θεραπειών για την αντιμετώπιση των ανθεκτικών μορφών κατάθλιψης.
Annals of Internal Medicine, Νοέμβριος 2007
Ψυχοκοινωνικοί παράγοντες και καρδιακή νόσος
Με όσο περισσότερους στρεσσογόνους ψυχοκοινωνικούς παράγοντες έρθει ένα άτομο αντιμέτωπο κατά τη διάρκεια της ζωής του, τόσο μεγαλύτερος είναι και ο κίνδυνος να νοσήσει από καρδιακά προβλήματα, κίνδυνος που είναι ακόμα μεγαλύτερος για τις γυναίκες. Οι ερευνητές, μελέτησαν την σχέση της καρδιακής νόσου με ψυχοκοινωνικά προβλήματα όπως η φτώχεια, το διαζύγιο, η απώλεια αγαπημένου προσώπου και η ανεργία. Παρακολουθήθηκαν 7000 περίπου άνθρωποι για 22 χρόνια. Βρέθηκε ότι η ύπαρξη ενός από τους παραπάνω ψυχoκοινωνικούς παράγοντες, μπορεί να αυξήσει έως και 30% την πιθανότητα ανάπτυξης καρδιακών προβλημάτων ενώ οι άνθρωποι που είχαν 4 οι περισσότερους από τους παραπάνω επιβαρυντικούς παράγοντες είχαν μέχρι και 3 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να νοσήσουν σε σχέση με την ομάδα των ανθρώπων που δεν είχε αυτούς τους παράγοντες. Οι γυναίκες, σε μεγαλύτερο ποσοστό από τους άνδρες, είχαν έρθει αντιμέτωπες με στρεσσογόνους παράγοντες κατά την διάρκεια της ζωής τους. Οι άνθρωποι που είχαν επιβαρυνθεί περισσότερο κοινωνικά και ψυχολογικά κατά τη διάρκεια της ζωής τους είχαν αυξημένο ποσοστό παχυσαρκίας, υπέρτασης, διαβήτη και υιοθέτησης ανθυγιεινών συμπεριφορών όπως το κάπνισμα, κάτι που εξηγεί την ανάπτυξη καρδιακής νόσου στη συνέχεια της ζωής.
Psychosomatic Medicine, Οκτώβριος 2007
Ιστορικό κατάθλιψης και καρδιακή νόσος
Οι ερευνητές μελέτησαν 10 χιλιάδες άτομα ηλικίας μεγαλύτερης των 60 ετών και βρήκαν πως αυτοί που είχαν ιστορικό κατάθλιψης, είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν στεφανιαία νόσο. Η πιθανότητα αυτή ήταν ανεξάρτητη του αριθμού των επεισοδίων κατάθλιψης που είχαν περάσει, όπως και άλλων παραγόντων κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου όπως το κάπνισμα, η υπέρταση και η παχυσαρκία. Τα αποτελέσματα αυτά, δείχνουν ότι η κατάθλιψη επηρεάζει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρδιακής νόσου με άμεσο βιολογικό μηχανισμό κι όχι απλά αυξάνοντας την πιθανότητα κάποιος να καπνίζει ή να έχει άλλους παρόμοιους παράγοντες κινδύνου. Τέτοιοι βιολογικοί μηχανισμοί μπορεί να είναι η ενεργοποίηση των παραγόντων πήξεως του αίματος και η μείωση της ικανότητας του νευρικού και του ανοσοποιητικού συστήματος να αντεπεξέλθουν στην επιβάρυνση που φυσιολογικά δέχεται ο άνθρωπος στην καθημερινή του ζωή.
Psychosomatic Medicine, Οκτώβριος 2007
Κατάθλιψη και οστεοπόρωση
Οι γυναίκες με ιστορικό ενός μείζονος καταθλιπτικού επεισόδιο έχουν 5 έως 10 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα ανάπτυξης οστεοπόρωσης σε σχέση με τις γυναίκες που δεν έχουν ιστορικό κατάθλιψης. Η σχέση αυτή εμφανίζεται να είναι ανεξάρτητη από την ύπαρξη άλλων παραγόντων κινδύνου όπως η παχυσαρκία, κάτι που δείχνει ότι υπάρχουν βιολογικοί μηχανισμοί που δικαιολογούν αυτή τη σχέση. Η λήψη αντικαταθλιπτικής θεραπείας δεν φάνηκε να μειώνει τον αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης οστεοπόρωσης στις γυναίκες με ιστορικό κατάθλιψης.
Archives of Internal Medicine, Νοέμβριος 2007
Χαμηλό βάρος γέννησης και ανάπτυξη κατάθλιψης κατά την ενηλικίωση
Το χαμηλό βάρος γέννησης είναι παράγοντας που προδιαθέτει στην ανάπτυξη ψυχικών διαταραχών τύπου άγχους και κατάθλιψης κατά την ενηλικίωση, δείχνουν τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής. Το χαμηλό βάρος γέννησης, συνδυάστηκε επίσης με καθυστέρηση της ανάπτυξης κατά τη βρεφική ηλικία όπως υποδηλώνεται από την χρονική καθυστέρηση της ικανότητας στήριξης του κορμού και της έναρξης βάδισης, κάτι που υποδηλώνει δυσκολίες ανάπτυξης του νευρικού συστήματος και του εγκεφάλου. Σύμφωνα με τους ερευνητές, το χαμηλό βάρος γέννησης φαίνεται να επηρεάζει την ανάπτυξη του νευρικού συστήματος και κατʼ επέκταση την ανάπτυξη ψυχικών διαταραχών κατά την ενηλικίωση. Κυρίως η σχέση αυτή, παρατηρείται σε περιπτώσεις που το χαμηλό βάρος γέννησης, οφείλεται σε διαταραχές κατά τη διάρκεια της κύησης ή του τοκετού. Είναι πιθανό βιοχημικοί παράγοντες που εκλύονται λόγω των επιπλοκών της κύησης ή του τοκετού να συμβάλουν στις δυσκολίες ανάπτυξης του νευρικού συστήματος κατά την βρεφική και πρώιμη παιδική ζωή.
Biological Psychiatry, Δεκέμβριος 2007
Νόσος του Πάρκινσον και κατάθλιψη
Συγγενείς πρώτου βαθμού ατόμων που πάσχουν από τη νόσο του Πάρκινσον έχουν 4 έως 5 φορές υψηλότερη πιθανότητα να νοσήσουν από ψυχικές διαταραχές τύπου άγχους και κατάθλιψης συγκρινόμενοι με το γενικό πληθυσμό. Η πιθανότητα αυτή γίνεται ακόμα μεγαλύτερη για τους συγγενείς των ατόμων που έχουν αναπτύξει νόσου του Πάρκινσον πριν την ηλικία των 70 ετών. Τα αποτελέσματα αυτά ίσως μπορούν να εξηγηθούν από το γεγονός ότι οι οικογένειες των ατόμων που πάσχουν από τη νόσο του Πάρκινσον, έχουν κοινό γενετικό υπόστρωμα και εκτίθενται στους ίδιους περιβαλλοντικούς παράγοντες (τρόπος διατροφής, τόπος διαμονής κ.α.) που μπορεί να οδηγήσουν στην ανάπτυξη της νόσου του Πάρκινσον.
Archives of General Psychiatry, Δεκέμβριος 2007
Νόσος του Αλτσχάιμερ και επίπεδο εκπαίδευσης
Οι ερευνητές στη μελέτη αυτή βρέθηκε ότι οι άνθρωποι που έχουν τελειώσει μόνο την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, έχουν αυξημένη πιθανότητα ανάπτυξης νόσου του Αλτσχάιμερ σε σχέση με ανθρώπους υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου. Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι η πνευματική εξάσκηση, το υψηλό επίπεδο κοινωνικών συναναστροφών και η φυσική άσκηση βοηθούν στην πρόληψη της νόσου Αλτσχάιμερ. Άτομα με υψηλό μορφωτικό επίπεδο είναι πιθανό να διαθέτουν περισσότερες και «καλύτερης ποιότητας» νευρικές συνάψεις στον εγκέφαλο και με τον τρόπο αυτό να καταφέρνουν να διασφαλίζουν καλύτερα την φυσιολογική βιοχημική ισορροπία του εγκεφάλου. Επίσης το υψηλό μορφωτικό επίπεδο προσφέρει περισσότερες ευκαιρίες για πνευματική άσκηση, κοινωνικοποίηση και υιοθέτηση υγιεινού τρόπου ζωής, παράγοντες που έχει ήδη αποδειχτεί ότι προφυλάσουν από τη νόσο του Αλτσχάιμερ.
Neurology, Οκτώβριος 2007
Η γνωσιακή-συμπεριφορική ψυχοθεραπεία για την αντιμετώπιση των επιπλοκών του πένθους σε συγγενείς ατόμων που έχουν αυτοκτονήσει
Το πένθος αποτελεί μια φυσιολογική αντίδραση στην απώλεια αγαπημένου προσώπου και υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν χρήζει θεραπείας. Στην περίπτωση όμως του ατόμου που αυτοκτονεί, το πένθος των κοντινών συγγενών του είναι πολύ έντονο και πιθανό να οδηγήσει σε ανάπτυξη ψυχολογικών δυσκολιών αν δεν αντιμετωπιστεί. Συγγενείς ατόμων που διέπραξαν αυτοκτονία, υπεβλήθησαν σε 4 συνεδρίες γνωσιακής-συμπεριφορικής θεραπείας από εκπαιδευμένη νοσηλεύτρια ψυχιατρικής, στο ιατρείο του οικογενειακού τους ιατρού κατά το διάστημα των 3 έως 6 μηνών μετά την αυτοκτονία του αγαπημένου τους προσώπου. Η ομάδα των συγγενών που υποβλήθηκε στην παρέμβαση αυτή, 6 μήνες μετά την αυτοκτονία του αγαπημένου τους προσώπου δεν εμφάνισαν σε μικρότερο ποσοστό ψυχικές διαταραχές εξαιτίας του πένθους, αλλά εμφάνισαν λιγότερες ιδέες αυτοενοχοποίησης για την αυτοκτονία του αγαπημένου τους προσώπου και ξεπέρασαν ευκολότερα το πένθος τους.
BMJ, Μάϊος 2007